- συλλαβογραφία
- ησύστημα γραφής όπου κάθε σύμβολο παρασταίνει μια συλλαβή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συλλαβογραφία — η, Ν γλωσσ. σύστημα γραφής κατά το οποίο κάθε σύμβολο παριστάνει ολόκληρη συλλαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβή + γραφιά (< γράφος < γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον Γ. Ν. Χατζιδάκι] … Dictionary of Greek
συλλαβικός — ή, ό / συλλαβικός, ή, όν, ΝΑ [συλλαβή] γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συλλαβή («συλλαβική γραφή» συλλαβογραφία) νεοελλ. φρ. «συλλαβική αύξηση» 1. γραμμ. αύξηση κατά μία συλλαβή στους ιστορικούς χρόνους ορισμένων ρημάτων 2. «συλλαβικό… … Dictionary of Greek
συλλαβογραφικός — ή, ό, Ν [συλλαβογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συλλαβογραφία … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
συλλαβογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη συλλαβογραφία: Στους αρχαίους χρόνους χρησιμοποιήθηκαν συλλαβογραφικά συστήματα γραφής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)